- αράπικος
- -η, -οεπίρρ. -α1. αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε Αράπη: Αυτό είναι πείσμα αράπικο.2. αυτός που προέρχεται από την Αίγυπτο, την Αραβία ή την Αφρική: Εμπορευόταν το αράπικο φιστίκι.3. ο μελαψός: Το πρόσωπό σου έγινε αράπικο.4. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ., αράπικα η αραβική γλώσσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.